μεγαλωσύνη

μεγαλωσύνη
μεγαλωσύνη, ης, ἡ (s. prec. and next entry; Herodian, Gramm. I 335, 18; LXX; En 98:2; 101:3; the Gizeh text [5:4] has μεγαλοσύνη; EpArist 192; TestLevi 3:9; 18:8; Ar. 15, 2; Suda; Etym. Mag. p. 275, 44; Byz. Chron. in Psaltes p. 267) a state of greatness or preeminence, majesty, used only of God; in a doxology w. δόξα (and other sim. ideas; En 14:16) Jd 25; 1 Cl 20:12; 61:3; 64; 65:2; MPol 20:2; 21:1 (here, as Ar. 15, 2, referred to Christ). τὸ σκῆπτρον τῆς μ. τοῦ θεοῦ the scepter of the majesty of God 1 Cl 16:2; ἐν λόγῳ τῆς μ. by God’s majestic word 27:4. ἀπαύγασμα τῆς μ. a reflection of God’s majesty 36:2 (cp. Hb 1:3). τὸ τῆς μ. ὄνομα αὐτοῦ God’s glorious name 58:1.—As a periphrasis for God himself ἐν δεξιᾷ τῆς μ. at the right hand of God’s Majesty Hb 1:3. ὁ θρόνος τῆς μ. 8:1.—DELG s.v. μέγας. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλωσύνη — greatness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλωσύνῃ — μεγαλωσύνη greatness fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλωσύνη — η (ΑM μεγαλωσύνη) βλ. μεγαλοσύνη …   Dictionary of Greek

  • μεγαλωσύναις — μεγαλωσύνη greatness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλωσύνην — μεγαλωσύνη greatness fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλωσύνης — μεγαλωσύνη greatness fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοσύνη — και μεγαλωσύνη, η (ΑM μεγαλωσύνη, Μ και μεγαλοσύνη) [μεγάλος] μεγαλείο, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια νεοελλ. αξιοπρέπεια, υπερηφάνεια μσν. 1. απεραντοσύνη 2. μέγεθος …   Dictionary of Greek

  • величиѥ — ВЕЛИЧИ|Ѥ (35), ˫А с. Величие: Да въпадемъ сѩ въ роуцѣ г҃ни. а не въ роуцѣ чл҃къ ˫ако величиѥ ѥго тако и милость ѥго (ἠ μεγαλωσύνη) Изб 1076, 187 об.; кто оуже си вьс˫а исправить. како не въсхотѣ славы мира сего како не въсхотѣ веселитис˫а съ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • величьствиѥ — ВЕЛИЧЬСТВИ|Ѥ (21), ˫А с. 1.Величина: не възри на лице перваго с҃на Иѡсѣѥва ни ѡбразоу величьстви˫а ѥго оудивисѩ (τοῦ μεγέϑους) ГА XIII XIV, 82а; при томь Роди˫анѩне море ѡбладавше поставиша въ ѡстровѣ мѣдѩнъ коумиръ сл҃нцю. ѥгоже величьстви˫а… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …   Dictionary of Greek

  • συνεπαίρω — ΜΑ [ἐπαίρω] (κυριολ. και μτφ.) υψώνω, εγείρω κάποιον ή κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», Αριστοτ. β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῡ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”